αφαιρώ

αφαιρώ
(ε) (αόρ. αφαίρεσα) μετ.
1) отнимать, отделять; удалять; лишать;

αφαιρ την ελπίδα — отнимать надежду;

αφαιρώ τη ζωή κάποιου — лишать кого-л. жизни;

αφαιρώ τό ανθόγαλα ( — или τό καϊμάκι) прям. , перен.

1) — снимать сливки;

2) изымать; вычитать, отчислять (денежную сумму);
3) красть; 4) мат. вычитать; 5) филос, абстрагировать;

αφαιρούμαι

1) — отвлекаться; — быть рассеянным;

αφαιρούμαι επάνω στη δουλειά μου — отвлекаться во время работы;

2) филос, абстрагироваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αφαιρώ" в других словарях:

  • αφαιρώ — αφαιρώ, αφαίρεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… …   Dictionary of Greek

  • αφαιρώ — εσα, έθηκα, αιρεμένος και αφηρημένος 1. παίρνω από ένα όλο, βγάζω: Λέει πως κάποιος του αφαίρεσε χρήματα. 2. κόβω, αποσπώ: Ο γιατρός είπε πως ο όγκος αυτός πρέπει να αφαιρεθεί. 3. στερώ: Μην του αφαιρείς αυτή την ελπίδα· το μέσ. αφαιρούμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφαιρῶ — ἀφαιρέω take away from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀφαιρέω take away from pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀφαιρέω take away from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀφαιρέω take away from pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπωματίζω — αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω …   Dictionary of Greek

  • αποξειδώνω — αφαιρώ το οξυγόνο που εμπεριέχεται σε χημική ουσία …   Dictionary of Greek

  • αποφυλλίζω — αφαιρώ άνθη ή φύλλα από κάποιο φυτό για να αναπτυχθεί καλύτερα ή για να ωριμάσουν οι καρποί του …   Dictionary of Greek

  • αφαψιδώνω — αφαιρώ τα καλούπια που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αψίδας …   Dictionary of Greek

  • εκσπλαγχνίζω — αφαιρώ τα σπλάγχνα («εκσπλαγχνίζω ένα πτώμα») …   Dictionary of Greek

  • μονοβεργίζω — αφαιρώ τα παρακλάδια και αφήνω μόνο μία βέργα, δηλ. τον κεντρικό βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βεργίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεκαλουπώνω* — αφαιρώ τα καλούπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλουπώνω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»